- τῖμήεις
- τῖμήεις, εσσα, εν, and τῖμῆς, acc. τῖμῆντα, comp. τῖμηέστερος, sup. τῖμηέστατος: precious, Il. 18.475, Od. 11.327; then honored, Od. 18.161, Il. 9.605.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
τιμήεις — τῑμήεις , τιμήεις honoured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήεις — και δωρ. τ. τιμάεις, εσσα, εν, και συνηρ. τ. αρσ. τιμῆς ή τιμῇς και τ. θηλ. σε επιγρ. τιμάFεσσα Α 1. (για θεούς και ανθρώπους) αυτός που είναι ή γίνεται αντικείμενο σεβασμού και τιμών, ο σεβαστός 2. (για πράγμ.) πολύτιμος, ακριβός («καὶ χρυσὸν… … Dictionary of Greek
τιμῆντα — τιμήεις honoured masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήεντ' — τῑμήεντα , τιμήεις honoured masc acc sg (doric) τῑμήεντα , τιμήεις honoured neut nom/voc/acc pl τῑμήεντι , τιμήεις honoured masc/neut dat sg τῑμήεντε , τιμήεις honoured masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμῆεν — τῑμῆεν , τιμήεις honoured neut nom sg τῑμῆεν , τιμήεις honoured masc voc sg τῑμῆεν , τιμήεις honoured neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμηέστατον — τῑμηέστατον , τιμήεις honoured masc acc sg τῑμηέστατον , τιμήεις honoured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμάεσσα — τῑμά̱εσσα , τιμήεις honoured fem nom sg (doric) τῑμά̱εσσα , τιμήεις honoured fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήεντα — τῑμήεντα , τιμήεις honoured masc acc sg (doric) τῑμήεντα , τιμήεις honoured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήεσσα — τῑμήεσσα , τιμήεις honoured fem nom sg τῑμήεσσα , τιμήεις honoured fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
περιτιμήεις — εσσα, εν, Α ο πολύ τιμημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τιμήεις (< τιμή + κατάλ. ήεις)] … Dictionary of Greek